- προαλείφομαι
- προαλείφτηκα, προετοιμάζομαι, προπαρασκευάζομαι για κάτι: Προαλείφεται για υπουργός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προαλείφομαι — βλ. πίν. 14 (κυρίως στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προαλείφω — ΝΑ 1. αλείφω κάτι προηγουμένως 2. αλείφω αθλητή με λάδι πριν από την πάλη νεοελλ. 1. ετοιμάζω κάποιον για επίκαιρο αξίωμα («τόν προαλείφουν για υπουργό τών οικονομικών») 2. μέσ. προαλείφομαι προετοιμάζομαι για αγώνα ή για κοπιαστικό έργο,… … Dictionary of Greek